- εισπνοοθεραπεία
- Χορήγηση φαρμάκων με τη χρήση ειδικής συσκευής, μέσω της οποίας αυτά ψεκάζονται μέσα στις αεροφόρους οδούς, σε μορφή αιωρούμενων μορίων μεγέθους χιλιοστού του χιλιοστομέτρου. Έτσι, κατά την εισπνοή το φάρμακο μπορεί να φτάσει και στα πιο λεπτά τμήματα του αναπνευστικού συστήματος (κυψελίδες). Η χρήση της ε. συνιστάται στη θεραπευτική αγωγή του άσθματος, του κοκίτη και της βρογχίτιδας.
Συσκευή εισπνοοθεραπείας: 1) συμπιεστής αέρα· 2) αγωγός αέρα που έχει συμπιεστεί· 3) ψεκαστήρας· 4) άνοιγμα για εισαγωγή φαρμάκου· 5) προσωπίδα.
* * *ηθεραπεία με εισπνοές, απορρόφηση φαρμάκων από την αναπνευστική οδό.
Dictionary of Greek. 2013.